Ελληνικά » Γερμανικά

παντρεμέν|ος <-η, -ο> [pandrɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

παντρεμένος

παντρεμένος ΕΠΊΘ

Καταχώριση χρήστη
παντρεμένος
Είσαι παντρεμένος;

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский