Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πανιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πανιά|ζω <-σα, -σμένος> [paˈɲazɔ] VERB αμετάβ

1. πανιάζω (χάνω το χρώμα μου):

πανιάζω

2. πανιάζω (αποκτώ πανάδες):

πανιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский