Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πέλμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πέλμα [ˈpɛlma] SUBST ουδ

1. πέλμα (ποδιού):

πέλμα
Fußsohle θηλ

2. πέλμα (παπουτσιού):

πέλμα
Sohle θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский