Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πάχυνση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πάχυνσ|η <-εις> [ˈpaçinsi] SUBST θηλ (ζώων)

πάχυνση
Mästen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский