Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πάτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πάτος [ˈpatɔs] SUBST αρσ

1. πάτος (δοχείου):

πάτος
Boden αρσ

2. πάτος (παπουτσιού):

πάτος
Sohle θηλ

3. πάτος (ανθρώπου):

πάτος
Hintern αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πάτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский