Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πάνοπλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πάνοπλ|ος <-η, -ο> [ˈpanɔplɔs] ΕΠΊΘ

1. πάνοπλος:

πάνοπλος

2. πάνοπλος μτφ:

πάνοπλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский