Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πάγωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πάγωμα [ˈpaɣɔma] SUBST ουδ

1. πάγωμα (υγρού):

πάγωμα
Gefrieren ουδ

2. πάγωμα (δρόμου):

πάγωμα
Vereisen ουδ

3. πάγωμα (τροφίμων, μισθών, τιμών):

πάγωμα
Einfrieren ουδ
πάγωμα των μισθών
Lohnstopp αρσ
πάγωμα των τιμών
Preisstopp αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πάγωμα

πάγωμα των τιμών
Preisstopp αρσ
πάγωμα των μισθών
Lohnstopp αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский