Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορφανός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ορφαν|ός <-ή, -ό> [ɔrfaˈnɔs] ΕΠΊΘ

ορφανός
μένω ορφανός

II . ορφαν|ός <-ή, -ό> [ɔrfaˈnɔs] SUBST αρσ/θηλ

ορφανός
Waisenkind ουδ
ορφανός
Waise θηλ
ορφανός ενός γονέα
Halbwaise θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ορφανός

μένω ορφανός
ορφανός ενός γονέα
Halbwaise θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский