Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ορισμός [ɔrizˈmɔs] SUBST αρσ

1. ορισμός (καθορισμός):

ορισμός
Festsetzung θηλ

2. ορισμός (μιας έννοιας):

ορισμός
Definition θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ορισμός

ορισμός αρσ περιοχής ΝΟΜ
επαγωγικός ορισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский