Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οπλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . οπλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɔˈplizɔ] VERB μεταβ

1. οπλίζω (εφοδιάζω με όπλο):

οπλίζω

2. οπλίζω (φωτογραφική μηχανή):

οπλίζω

II . οπλίζομαι VERB αυτοπ ρήμα μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский