Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οπισθοδρομώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οπισθοδρομ|ώ <-είς, -ησα> [ɔpisθɔðrɔˈmɔ] VERB αμετάβ

1. οπισθοδρομώ (πηγαίνω προς τα πίσω):

οπισθοδρομώ

2. οπισθοδρομώ (καθυστερώ):

οπισθοδρομώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский