Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οντουλάρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οντουλάρισμα [ɔnduˈlarizma] SUBST ουδ

οντουλάρισμα
Dauerwelle θηλ
κάνω οντουλάρισμα

Παραδειγματικές φράσεις με οντουλάρισμα

κάνω οντουλάρισμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский