Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομώνυμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομώνυμ|ος <-η, -ο> [ɔˈmɔnimɔs] ΕΠΊΘ

1. ομώνυμος (γενικά):

ομώνυμος

2. ομώνυμος ΓΛΩΣΣ:

ομώνυμος

3. ομώνυμος ΜΑΘ:

ομώνυμος
gleichnamige Brüche αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский