Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ολιγοέξοδος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ολιγοέξοδ|ος <-η, -ο> [ɔliɣɔˈɛksɔðɔs] ΕΠΊΘ

1. ολιγοέξοδος (άνθρωπος):

ολιγοέξοδος

2. ολιγοέξοδος (φτηνός):

ολιγοέξοδος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский