Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ολίσθημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ολίσθημα [ɔˈlisθima] SUBST ουδ

1. ολίσθημα (γλίστρημα):

ολίσθημα
Ausgleiten ουδ

2. ολίσθημα μτφ (παράπτωμα):

ολίσθημα
Fehltritt αρσ
ολίσθημα
Verfehlung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский