Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικότροφος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικότροφος [iˈkɔtrɔfɔs] SUBST mf

1. οικότροφος (μαθητής):

οικότροφος
Internatsschüler(in) αρσ (θηλ)

2. οικότροφος (εκείνος που μένει σε ξένο σπίτι):

οικότροφος
Pensionsgast αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский