Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικολόγος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικολόγος [ikɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

1. οικολόγος (επιστήμονας):

οικολόγος
Ökologe αρσ (Ökologin) θηλ

2. οικολόγος (οπαδός πολιτικού κινήματος, πράσινος):

οικολόγος
Umweltschützer(in) αρσ (θηλ)
οικολόγος
Grüne(r) mf

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский