Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξυλέμπορος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξυλέμπορος [ksiˈlɛmbɔrɔs] SUBST αρσ

ξυλέμπορος
Holzhändler αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский