Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεχύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεχύ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛˈçinɔ] VERB μεταβ (υγρό)

ξεχύνω

II . ξεχύνομαι VERB αυτοπ ρήμα μτφ (πλήθος)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский