Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκρέμαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεκρέμαστ|ος <-η, -ο> [ksɛˈkrɛmastɔs] ΕΠΊΘ

ξεκρέμαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский