Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκληρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεκληρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksɛkliˈrizɔ] VERB μεταβ

ξεκληρίζω

II . ξεκληρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksɛkliˈrizɔ] VERB αμετάβ

ξεκληρίζω

III . ξεκληρίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский