Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξαρρωστώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξαρρωστ|ώ <-άς, -ησα> [ksarɔsˈtɔ] VERB αμετάβ

ξαρρωστώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский