Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξανασκέφτομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξανασκέφτ|ομαι <-ηκα> [ksanaˈscɛftɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα (συλλογίζομαι ξανά)

II . ξανασκέφτ|ομαι <-ηκα> [ksanaˈscɛftɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

2. ξανασκέφτομαι (κάποιον, κάτι: έχω αναμνήσεις):

ξανασκέφτομαι κάποιον/κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με ξανασκέφτομαι

ξανασκέφτομαι κάτι (για να βρω λύση κτλ)
ξανασκέφτομαι κάποιον/κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский