Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ντροπιασμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ντροπιασμέν|ος <-η, -ο> [drɔpçazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ντροπιασμένος
νιώθω ντροπιασμένος

Παραδειγματικές φράσεις με ντροπιασμένος

νιώθω ντροπιασμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский