Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νοσοκόμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νοσοκόμ|ος (-α) [nɔsɔˈkɔm|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

νοσοκόμος (-α)
Krankenpfleger(in) αρσ (θηλ)
νοσοκόμος (-α)
νοσοκόμος ασθενοφόρου
Rettungssanitäter(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με νοσοκόμος

νοσοκόμος ασθενοφόρου
Rettungssanitäter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский