Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: νοσηλευτής , νοσηλευτικός , νοσηλεία , ανοσήλευτος και νοσηλεύω

νοσηλευτής (νοσηλεύτρια) [nɔsilɛfˈtis, nɔsiˈlɛftria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

νοσηλευτής (νοσηλεύτρια)
Krankenpfleger(in) αρσ (θηλ)

νοσηλευτικ|ός <-ή, -ό> [nɔsilɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

νοσηλεία [nɔsiˈlia] SUBST θηλ

1. νοσηλεία (θεραπεία):

Krankenblatt ουδ

2. νοσηλεία (περιποίηση):

Krankenpflege θηλ

νοσηλ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [nɔsiˈlɛvɔ] VERB μεταβ

ανοσήλευτ|ος <-η, -ο> [anɔˈsilɛftɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский