Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ενοικιαστής , νοιάζει και νοικιάζω

νοικιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [niˈcazɔ] VERB μεταβ

1. νοικιάζω (μισθώνω):

2. νοικιάζω (προσφέρω αντί ενοικίου):

ενοικιαστής (ενοικιάστρια) [ɛnicasˈtis, ɛniˈcastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский