Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νηστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νηστικ|ός <-ή, -ό> [nistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. νηστικός (που δεν έχει φάει):

νηστικός

2. νηστικός (που πεινάει):

νηστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский