Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νεωτερίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νεωτερί|ζω <-σα> [nɛɔtɛˈrizɔ] VERB αμετάβ

νεωτερίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский