Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: νανουρίζω , νανουριστικός και νανούρισμα

νανουρί|ζω <-σα> [nanuˈrizɔ] VERB μεταβ

νανουριστικ|ός <-ή, -ό> [nanuristiˈkɔs] ΕΠΊΘ

νανούρισμα [naˈnurizma] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский