Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μυστικιστής , μυστικότητα , μυστικισμός , φασίστρια , μυστήριο και μυστικός

μυστικιστής (μυστικίστρια) [misticisˈtis, mistiˈcistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μυστικιστής (μυστικίστρια)
Mystiker(in) αρσ (θηλ)

μυστικισμός [misticizˈmɔs] SUBST αρσ

μυστικότητα [mistiˈkɔtita] SUBST θηλ

II . μυστικ|ός [mistiˈkɔs] SUBST αρσ (αστυνόμος)

μυστήριο [misˈtiriɔ] SUBST ουδ

2. μυστήριο ΘΡΗΣΚ:

Sakrament ουδ

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский