Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „μυημένος“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)
μυημένος αρσ (μυημένη) θηλ
μυημένος αρσ (μυημένη) θηλ
πεπειραμένος, μυημένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский