Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπόγος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπόγος [ˈbɔɣɔs] SUBST αρσ

1. μπόγος (δέμα):

μπόγος
Bündel ουδ

2. μπόγος μειωτ (άνθρωπος):

μπόγος
Fässchen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский