Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπούφος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπούφος [ˈbufɔs] SUBST αρσ

1. μπούφος (πουλί):

μπούφος
Uhu αρσ

2. μπούφος μτφ (άνθρωπος):

μπούφος
Trottel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский