Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπεκ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπεκ [bɛk] SUBST ουδ αμετάβλ

1. μπεκ (καυστήρας):

μπεκ
Brenner αρσ
μπεκ γκαζιού
Gasbrenner αρσ

2. μπεκ (για γκαζόν):

μπεκ
Rasensprenger αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με μπεκ

Gasbrenner αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский