Ελληνικά » Γερμανικά

μπεκιάρ|ης <-ηδες> [bɛˈcaris] SUBST αρσ, μπεκιάρισσα [bɛˈcarisa] SUBST θηλ

μπακάλ|ης <-ηδες> [baˈkalis] SUBST αρσ, μπακάλισσα [baˈkalisa] SUBST θηλ

μάστορας <μάστοροι [ή μαστόροι] > [ˈmastɔras] SUBST αρσ, μαστόρισσα [masˈtɔrisa] SUBST θηλ

1. μάστορας (αρχιτεχνίτης, δεξιοτέχνης):

Meister(in) αρσ (θηλ)

2. μάστορας (τεχνίτης):

Handwerker(in) αρσ (θηλ)

πορτιέρ|ης <-ηδες> [pɔrˈtçɛris] SUBST αρσ, πορτιέρισσα [pɔrˈtçɛrisa] SUBST θηλ

μπατζανάκ|ης <-ηδες> [badzaˈnacis] SUBST αρσ, μπατζανάκισσα [badzaˈnacisa] SUBST θηλ

μάγειρας [ˈmajiras], μάγειρος [ˈmajirɔs] SUBST αρσ, μαγείρισσα [maˈjirisa] SUBST θηλ

Koch αρσ (Köchin) θηλ

μπάτσισμα [ˈbatsizma] SUBST ουδ

μουσαφίρ|ης <-ηδες> [musaˈfiris] SUBST αρσ, μουσαφίρισσα [musaˈfirisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский