Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπέρδεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπέρδεμα [ˈbɛrðɛma] SUBST ουδ

1. μπέρδεμα (μπερδεμένη κατάσταση):

μπέρδεμα
Durcheinander ουδ

2. μπέρδεμα (σύγχυση: ονομάτων κτλ):

μπέρδεμα
Verwechslung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский