Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μουντζούρωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μουντζούρωμα [munˈdzurɔma] SUBST ουδ

1. μουντζούρωμα (η πράξη):

μουντζούρωμα

2. μουντζούρωμα (κακογραφία):

μουντζούρωμα
Geschmiere ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский