Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μοτίβο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μοτίβο [mɔˈtivɔ] SUBST ουδ

1. μοτίβο:

μοτίβο
Motiv ουδ

2. μοτίβο (διακοσμητικό):

μοτίβο
Muster ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский