Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μοσχομυρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μοσχομυρί|ζω <-σα, -σμένος> [mɔsxɔmiˈrizɔ] VERB αμετάβ

μοσχομυρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский