Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μονόχνωτος , μονοαμίνη , μονοπωλώ , μονοπάτι και μονόχρωμος

μονοπωλ|ώ <-είς, -ησα> [mɔnɔpɔˈlɔ] VERB μεταβ

μονοαμίνη [mɔnɔaˈmini] SUBST θηλ ΧΗΜ

μονόχρωμ|ος <-η, -ο> [mɔˈnɔxrɔmɔs] ΕΠΊΘ

1. μονόχρωμος (γενικά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский