Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μονογαμία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μονογαμία [mɔnɔaˈmia] SUBST θηλ

μονογαμία
Monogamie θηλ
μονογαμία
Einehe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский