Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μοιχεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μοιχ|εύω <-εψα [ή -ευσα], -εύτηκα, -ευμένος> [miˈçɛvɔ] VERB αμετάβ

μοιχεύω

II . μοιχεύομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский