Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μισάνθρωπος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μισάνθρωπος [miˈsanθrɔpɔs] SUBST mf

1. μισάνθρωπος (που μισεί τους ανθρώπους):

μισάνθρωπος
Misanthrop αρσ
μισάνθρωπος
Menschenfeind αρσ

2. μισάνθρωπος (που αποφεύγει τις επαφές):

μισάνθρωπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский