Ελληνικά » Γερμανικά

αποταμιευτής (αποταμιεύτρια) [apɔtamiɛfˈtis, apɔtamiˈɛftria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μικροαμπερόμετρο [mikrɔambɛˈrɔmɛtrɔ] SUBST ουδ

μικροαπολίθωμα [mikrɔapɔˈliθɔma] SUBST ουδ

αποταμιευτικ|ός <-ή, -ό> [apɔtamiɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αποταμίευμα [apɔtaˈmiɛvma] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский