Ελληνικά » Γερμανικά

μηχανοτεχνίτης (μηχανοτεχνίτρα) [mixanɔtɛxˈnitis, mixanɔtɛxˈnitra] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μηχανοτεχνίτης (μηχανοτεχνίτρα)
Maschinist(in) αρσ (θηλ)

μηχανότρατα [mixaˈnɔtrata] SUBST θηλ

μηχανοχημεία [mixanɔçiˈmia] SUBST θηλ

μηχανοκίνητ|ος <-η, -ο> [mixanɔˈcinitɔs] ΕΠΊΘ (κινούμενος με μηχανή)

πολυτεχνίτης [pɔlitɛxˈnitis] SUBST αρσ, πολυτεχνίτισσα [pɔlitɛxˈnitisa], πολυτεχνίτρα [pɔlitɛxˈnitra] SUBST θηλ

μηχανοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [mixanɔpiˈɔ] VERB μεταβ

μηχανολογία [mixanɔlɔˈjia] SUBST θηλ

μηχανορραφία [mixanɔraˈfia] SUBST θηλ

μηχανοστάσιο [mixanɔˈstasiɔ] SUBST ουδ

μηχανολογικ|ός <-ή, -ό> [mixanɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский