Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: μεταφραστής , μεταφραστικός , αμετάφραστος και μετάφραση

μεταφραστής (μεταφράστρια) [mɛtafrasˈtis, mɛtaˈfrastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μεταφραστής (μεταφράστρια)
Übersetzer(in) αρσ (θηλ)

μεταφραστικ|ός <-ή, -ό> [mɛtafrastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αμετάφραστ|ος <-η, -ο> [amɛˈtafrastɔs] ΕΠΊΘ

1. αμετάφραστος (που δε μεταφράστηκε):

2. αμετάφραστος (που δε μεταφράζεται):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский