Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μετατροπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μετατροπή [mɛtatrɔˈpi] SUBST θηλ

1. μετατροπή (από μια μορφή σε άλλη):

μετατροπή σε
Umwandlung θηλ in +αιτ
μετατροπή ενέργειας
ραδιενεργός μετατροπή

2. μετατροπή (τροποποίηση, μεταποίηση):

μετατροπή
Änderung θηλ

3. μετατροπή ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

μετατροπή δανείου
μετατροπή κεφαλαίου
μετατροπή χρέους
Umschuldung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με μετατροπή

ισοβαρής μετατροπή
μετατροπή δανείου
μετατροπή κεφαλαίου
νομισματική μετατροπή
μετατροπή ενέργειας
ραδιενεργός μετατροπή
μετατροπή χρέους
βιομηχανική μετατροπή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский