Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταβιβάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταβιβά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɛtaviˈvazɔ] VERB μεταβ

1. μεταβιβάζω (μεταφέρω):

μεταβιβάζω

2. μεταβιβάζω (δικαίωμα):

μεταβιβάζω σε
übertragen auf +αιτ

3. μεταβιβάζω (μήνυμα):

μεταβιβάζω

4. μεταβιβάζω (παραδόσεις):

μεταβιβάζω σε
weitergeben an +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский