Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεστός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεστ|ός <-ή, -ό> [mɛsˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. μεστός (γεμάτος):

μεστός

2. μεστός (ώριμος):

μεστός
μεστός από …, μεστός +γεν

Παραδειγματικές φράσεις με μεστός

μεστός από …, μεστός +γεν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский